- περιάγχω
- περιάγχω,A strangle, throttle, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιάγχω — Α (κατά το λεξ. Σούδα) πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄγχω «σφίγγω τον λαιμό, πνίγω»] … Dictionary of Greek